ψωρικόν

ψωρικόν
ψωρικός
of
masc acc sg
ψωρικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψωρικός — ή, ό / ψωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψώρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψώρα αρχ. 1. (το ουδ.ως ουσ.) τὸ ψωρικόν αντιψωρικό φάρμακο 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά ψωρικά δερματικές ασθένειες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”